- αστεροπή
- I
Όνομα μυθολογικών προσώπων.1. Κόρη του Κεβρήνα, ποτάμιου θεού, σύζυγος του Αίσακου, γιου του Πριάμου και της πρώτης συζύγου του Αρίσβης. Όταν πέθανε, τη θρήνησε τόσο ο σύζυγός της, που οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε πουλί.2. Μία από τις Πλειάδες, κόρη του Άτλαντα και σύζυγος ή μητέρα του Οινόμαου από τον Άρη. Λεγόταν και Στερόπη.3. Κόρη του Κηφέα και της Τεγέας. Ο Ηρακλής της έδωσε τον χάλκινο πλόκαμο της Γοργόνας μέσα σε υδρία για να την υψώσει στα τείχη και να κατατροπώσει τους Αργείους.II(Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 11 Μαΐου 1883. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 12,7, ενώ σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 9,4.Α. λέγεται και ένας από τους έξι αστέρες των Πλειάδων.* * *ἀστεροπή και στεροπή, η (Α)η αστραπή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη ο τ. αστεροπή με σημασία «βλέμμα αστεριού» < (θ.) αστερ- της λ. αστήρ + (ρίζα) οπ- (< *okw- «βλέπω, μάτι», πρβλ. όψ «μάτι, πρόσωπο», όψομαι, οπή «άνοιγμα») + (κατάλ.) -ᾶ (-η) πρβλ. αρμ. p'ayl-akn «αστραπή» (< p'aylem «λάμπω», p'ayl «λάμψη» + akn «μάτια») και areg-akn «ήλιος» (< arew «ήλιος» + akn). Τέλος, ο τ. στεροπή (Όμηρ., Πίνδ.) πιθ. να προέρχεται ή από μονοσύλλαβο τ. θέματος *ster- (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. Stern «αστέρι») ή < αστεροπή, με σίγηση του αρχικού α-.ΠΑΡ. αρχ. αστεροπητής].
Dictionary of Greek. 2013.